Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει μελετήσει το θέμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας και έχει περιλάβει σε σχετικό του πόρισμα τις απόψεις Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων και Ερευνητών ως εξής:
2.4.1 Ο Καθηγητής ηλεκτρονικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Κ. Λιολιούσης στο βιβλίο του, με τίτλο «Βιολογικές επιδράσεις της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας-Ηλεκτρομαγνητικά Πεδία από την κινητή τηλεφωνία…τις κεραίες κλπ. και η σχέση τους με την ανθρώπινη υγεία» (Δίαυλος 1997), αναφέρει ότι: «Ο σημερινός άνθρωπος εξαιτίας του τεχνικού πολιτισμού που ο ίδιος δημιούργησε λούζεται κυριολεκτικά συνεχώς από ολοένα αυξανόμενα ποσά ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας αυτών των συχνοτήτων…πηγές τέτοιων πεδίων: τηλεφωνικά καλώδια, σύρματα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΔΕΗ), πομποί ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, πομποί ραντάρ, όλες οι ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές σπιτιού ή χώρου εργασίας (σελ 17) …
Σήμερα, είναι λίγοι οι επιστήμονες που διατηρούν ακόμα επιφυλάξεις ως προς την επικινδυνότητα της μη ιονίζουσας ακτινοβολίας… (σελ. 40).
Σχετικά με τα αποτελέσματα των μεθόδων μελέτης (επιδημιολογικές έρευνες, μελέτες με πειραματόζωα, μελέτη αιφνίδιων θανάτων βρεφών, μελέτες με καλλιέργειες κυττάρων) των επιπτώσεων των τεχνητών ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στην υγεία, ο συγγραφέας αναφέρει ότι περιλαμβάνονται ευρήματα που αφορούν περιπτώσεις όγκων, καρκίνου, λευχαιμίας και προσθέτει ότι «οι επιδημιολογικές μελέτες δεν ανέδειξαν ακόμη μία απόδειξη, αλλά μία σοβαρή ένδειξη της επικινδυνότητας της μη ιονίζουσας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (σελ. 47) … τα παραπάνω ευρήματα από την ακτινοβόληση ιστών ή καλλιεργειών κυττάρων ενισχύουν τις ενδείξεις για την επικινδυνότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (σελ. 54)».
Επίσης, ο κ. Λιολιούσης παραθέτει τις «αναμφισβήτητες βιολογικές επιδράσεις των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων» (καταρρακτογένεση, επίδραση στους καρδιακούς βηματοδότες, μικροκυματικά ακούσματα). Ειδικότερα, αναφέρει ότι «τα πειράματα … απεκάλυψαν ενδείξεις ότι και η μη ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία πιθανόν να δρα προσθετικά, όπως και η ιονίζουσα (ραδιενέργεια) … κατά δεύτερον, από τα πειράματα αυτά προέκυψε μία επιπλέον ισχυρή ένδειξη αθερμικών επιπτώσεων της μη ιονίζουσας ακτινοβολίας …(σελ.55)». Σχετικά με τους μηχανισμούς βιολογικών επιδράσεων των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, αναφέρει ότι «πειράματα, τόσο σε ζώα όσο και σε ανθρώπους, έδειξαν ότι τεχνητά ηλεκτρομαγνητικά πεδία (μη ιονίζουσες ακτινοβολίες) καταστέλλουν τη λειτουργία της επίφυσης, μειώνοντας τα επίπεδα μελατονίνης στον οργανισμό…έχει ήδη επιδειχθεί η ικανότητα της μελατονίνης να καταστέλλει την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων…η μελατονίνη αποτρέπει μεταβολές στο μοριακό επίπεδο, πιθανόν η έλλειψή της να διευκολύνει εκφυλιστικά φαινόμενα όπως η στεφανιαία νόσος, η νόσος του Πάρκινσον, του Αλτσχάιμερ κλπ (σελ. 73)».
Τέλος, τονίζει ότι «θα χρειαστούν δεκαετίες ακόμα εντατικής έρευνας ώστε να αποκτηθεί επαρκής γνώση των συνεπειών της μη ιονίζουσας ακτινοβολίας…(σελ. 22)».
Σχετικά με την καθιέρωση ορίων επικινδυνότητας για τη μη ιοντίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, ο ίδιος αναφέρει ότι «είναι η πλέον κραυγαλέα ομολογία της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας για τις επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού από την έκθεση στην ακτινοβολία αυτή» και ότι «πρόκειται για όρια επικινδυνότητας και όχι ασφαλείας, δεδομένου ότι καμία δόση ακτινοβολίας, ιονίζουσας ή μη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής, οσονδήποτε μικρή και αν είναι…». Η διαφορά των ορίων μεταξύ κρατών «οφείλεται στη διαφορετική εκτίμηση του μηχανισμού επίδρασης της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (σελ. 75)».
Όρια επικινδυνότητας, με βάση τις θερμικές μόνον επιδράσεις, έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ τα όρια των ανατολικών κρατών, που έχουν καθοριστεί με βάση και τις αθερμικές επιδράσεις, είναι μέχρι και διακόσιες φορές μικρότερα από εκείνα των δυτικών χωρών για το γενικό πληθυσμό (σελ. 89). Το όριο επικινδυνότητας στη «Δύση» είναι περίπου 1 mW/cm2 ενώ στην «Ανατολή» 10 μW/cm2 (εκατό φορές μικρότερο) για επαγγελματική απασχόληση (εργαζόμενους), ενώ για τον γενικό πληθυσμό είναι 200 μW / cm2 και 1 μW / cm2 (διακόσιες φορές μικρότερο) αντίστοιχα. Αυτή η τεράστια διαφορά οφείλεται στο ότι στη Δύση τα όρια επικινδυνότητας προσδιορίστηκαν με το σκεπτικό «όχι άμεσες επιπτώσεις στην υγεία» ενώ στην Ανατολή στη βάση «καμία επίπτωση στην υγεία, άμεση ή μακροπρόθεσμη (σελ. 96)».
Όπως ανακοινώθηκε στο συνέδριο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization, Geneva 1981 “Environmental Health Criteria in Radiofrequency and Microwaves”) «τα όρια επικινδυνότητας των ανατολικών χωρών καθιερώθηκαν με κριτήριο την πλήρη πρόληψη οποιωνδήποτε επιπτώσεων για την υγεία». Ο κ. Λιολιούσης τονίζει για το θέμα αυτό ότι «τα ευρήματα των ερευνών… έχουν, κατά συνέπεια υποσκάψει προ πολλού τα θεμέλια των διεθνών ορίων ασφαλείας της Δύσης (σελ. 98)».
Αναφέρεται, επίσης, ότι «…όλοι οι διεθνείς οργανισμοί ή κράτη που καθόρισαν όρια επικινδυνότητας για την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία συμφωνούν πως η περιοχή συχνοτήτων από 1 έως 1000 MHz …είναι η πλέον επικίνδυνη …κατά ατυχή όμως συγκυρία, σ’ αυτή ακριβώς την περιοχή συχνοτήτων λειτουργούν σήμερα .. η κινητή τηλεφωνία…(σελ.95)» καθώς και ότι
«οι ραδιοσυχνότητες που εκπέμπονται από κεραίες ραδιοτηλεοράσεων, κινητής τηλεφωνίας κλπ, επηρεάζουν κυρίως τους εργαζόμενους στους χώρους αυτούς, εκτός κι αν κάποιες κεραίες είναι εγκατεστημένες μέσα σε κατοικημένες αστικές περιοχές όπως στην περίπτωση της κινητής τηλεφωνίας οπότε εκτίθενται ευρύτερες ομάδες πολιτών (σελ. 135)».
Το γενικό δε συμπέρασμα είναι ότι «τα όρια επικινδυνότητας που καθιέρωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να θεωρηθούν υψηλά. Τα όρια των υπολοίπων δυτικών οργανισμών ή κρατών είναι χαμηλότερα, ενώ η πρόταση της Αμερικανικής Επιτροπής [National Council of Radiation Protection, NCRP] προσεγγίζει τα όρια των ανατολικών κρατών και δημιουργεί κάποιες ελπίδες για μεγαλύτερη ευαισθησία στην προστασία των πολιτών από τη μη ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία» (σελ. 102).
Τέλος, σχετικά με την προστασία από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, ο κ. Λιολιούσης τονίζει ότι η επιλογή της λήψης όλων των επιβαλλόμενων μέτρων, έστω και αν δεν έχει επιβεβαιωθεί ο κίνδυνος, είναι «η πλέον υπεύθυνη, δεδομένου ότι οι μέχρι σήμερα ενδείξεις αφορούν σε σοβαρότατες ασθένειες όπως ο καρκίνος». Αυτή είναι η πολιτική της «συνετής αποφυγής» και είναι ταυτόσημη με την πολιτική ALARA (As Low As Reasonably Achievable), που υποδεικνύει η έκθεση της επιτροπής NCRP (National Council of Radiation Protection).
2.4.2 Ο Καθηγητής, κ. Δ. Κουτσούρης, του Εργαστηρίου Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (Ακαδημαϊκό Ερευνητικό Ινστιτούτο Επικοινωνιών και Υπολογιστών), στην από 25.07.94 γνωμοδότησή του, αναφέρει ότι : «Κατά την προσωπική μας γνώμη μέχρι εξαγωγής των τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάσταση σταθμών βάσης κινητής τηλεφωνίας σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές ή σε περιοχές με δέκτες κατοίκους που ανήκουν σε ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού, όπως παιδιά (προσχολικής και σχολικής ηλικίας), έγκυες γυναίκες, ηλικιωμένοι κτλ».
2.4.3 Ο Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Πληροφορικής της Σχολής Θετικών Επιστημών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Ι.Α. Τσουκαλάς, στην από 30.09.94 γνωμοδότησή του, αναφέρει ότι: «Γενικώς, υπό τις παρούσες συνθήκες κατανομής RF συχνοτήτων και συχνοτήτων κινητής τηλεφωνίας στο λεκανοπέδιο της Αττικής, θα θεωρούσαμε επικίνδυνο να υπάρχουν κεραίες κινητής τηλεφωνίας σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων από κατοικημένες περιοχές, δοθέντος του ότι η αθροιστική επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από διάφορες πηγές και για όρια όπως αυτά περιγράφονται από τους κανονισμούς ANSI είναι βλαπτικές για τον άνθρωπο και φυσικά για τους νέους οργανισμούς εντελώς…Λεπτομερείς μετρήσεις του συνολικού φάσματος Η/Μ θα απεδείκνυαν την παρούσα θέση μας».
2.4.4 Ο Καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας και Ραδιοβιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Βιολογίας Κυττάρου και Βιοφυσικής), κ. Λ. Μαργαρίτης, στην από 14.01.97 γνωμοδότησή του , αναφέρει ότι: «Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι αναμφίβολα επιβλαβής για τον ανθρώπινο οργανισμό. Το ποσοστό βλάβης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, π.χ ένταση πεδίου, συχνότητα, απόσταση κλπ. Το θέμα δεν έχει εξαντληθεί πλήρως από πλευράς επιστημονικής έρευνας. Σχετικά με την εγκατάσταση βάσεως κινητής τηλεφωνίας, η γνώμη μου είναι, ότι θα πρέπει να τοποθετούνται όσο το δυνατόν πιο μακριά από μόνιμες κατοικίες, ώστε να αποφεύγεται η συνεχής έκθεση στην Η/Μ ακτινοβολία ευπαθών ομάδων ατόμων όπως γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης, μικρά παιδιά, άτομα που υποβάλλονται σε φαρμακευτική αγωγή κλπ».
Σημειώνεται περαιτέρω ότι σε μελέτη των κ.κ Λ.Μαργαρίτη και Δ. Παναγόπουλου με τίτλο «Βιολογικές Επιπτώσεις από την Ακτινοβολία των Κινητών Τηλεφώνων» , αναφέρεται ότι: «…η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προκαλεί μη θερμικές επιπτώσεις οι οποίες αναφέρονται στην επίδραση της ακτινοβολίας στη λειτουργία των κυτταρικών συστατικών…Οι μη-θερμικές επιπτώσεις θεωρούνται και οι πιο σημαντικές από βιολογικής / ιατρικής σκοπιάς και δεν καλύπτονται από τα όρια ασφαλείας που έχουν θεσπισθεί, επειδή δεν είναι άμεσα μετρήσιμες με κάποιο όργανο. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει απ’ ευθείας συνάρτηση της έντασης της ακτινοβολίας, η οποία μπορεί να μετρηθεί με όργανο σε μονάδες…από βιολογικής σκοπιάς η μόνη ασφαλής δόση, όχι μόνο ακτινοβολίας από κινητό τηλέφωνο αλλά και από κάθε άλλο είδος «μόλυνσης» είναι η μηδενική, θα πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν περιορισμένη χρήση των κινητών τηλεφώνων….».
2.4.5 Σε ότι αφορά τις εγκαταστάσεις κεραιών κινητής τηλεφωνίας, ο κ. Σ. Τσιτομενέας, Επ. Καθηγητής του Τμήματος Ηλεκτρονικής του ΤΕΙ Πειραιά και Πρόεδρος της Επιτροπής Μη Ιονιζουσών Ακτινοβολιών της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών ΤΕΙ Πειραιά, σε σχετικό κείμενό του , αναφέρει:
Α. «Οι λειτουργικές επιπτώσεις από τους σταθμούς βάσης της κυψελωτής τηλεφωνίας προέρχονται από τις πάσης φύσης αλληλεπιδράσεις του σταθμού και των λειτουργιών του με το περιβάλλον. Οι οφθαλμοφανείς λειτουργικές επιπτώσεις είναι οι αισθητικές επιδράσεις που εμφανίζονται ως υποβιβασμός της αισθητικής του τοπίου από τους πυλώνες και τις κεραίες της κυψελωτής τηλεφωνίας…Για το λόγο αυτό τα κριτήρια επιλογής των κεραιών και της θέσης που θα εγκατασταθούν πρέπει να μην είναι μόνο ραδιοηλεκτρικά αλλά να έχουν και ως κύριο στόχο την ελαχιστοποίηση της αισθητικής ενόχλησης. Οι μη ορατές λειτουργικές επιπτώσεις…είναι οι πάσης φύσης ηλεκτρομαγνητικές αλληλεπιδράσεις με το γήινο ηλεκτρικό πεδίο ή με άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις…Τα τεκμηριωμένα στοιχεία για τις λειτουργικές επιπτώσεις από τους σταθμούς βάσης είναι λίγα … Η έρευνα συνεχίζεται και στοχεύει αρχικά στην ανάδειξη των παραμέτρων της τυχόν επικινδυνότητας που ενέχουν οι επιδράσεις σε ηλεκτρονικές διατάξεις από τις οποίες εξαρτάται η ζωή ή η υγεία (αυτοματισμοί, διαγνωστικά, βηματοδότες κλπ)».
Β. «Οι βιολογικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η έκθεση σε ισχυρές NIR οφείλονται στην απορρόφηση ακτινοβολίας που προκαλεί μεταβολές και αλλοιώσεις των κυττάρων ή γενικότερα του βιολογικού υλικού. Οι τυχόν βλάβες μπορεί να είναι μη αναστρέψιμες. Οι βιολογικές επιδράσεις διακρίνονται στις θερμικές (thermal) που εκδηλώνονται με την αύξηση της θερμοκρασίας των ιστών και στις μη θερμικές («non-thermal, a-thermal») που εκδηλώνονται ποικιλότροπα. Η έκθεση του πληθυσμού σε ασθενείς NIR είναι συνεχής, χωρίς η βιολογική επίδραση να έχει προφανείς συνέπειες, ενώ η έκθεση σε ισχυρές επιφέρει βιολογικές επιδράσεις αποδεδειγμένα ή ενδεχόμενα επικίνδυνες για την υγεία. Αναφέρονται επιδράσεις δερματικές, κυτταρολογικές, αναπαραγωγικές, αισθητηριακές, νευρολογικές, γενετικές κλπ». Συμπληρώνεται δε ότι : «Η επιστημονική γνώση για τους κινδύνους που συνεπάγεται η πρόσκαιρη ή η μακροχρόνια έκθεση στις NIR είναι ελλιπής…Οι λειτουργικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και πιθανόν στην υγεία εξαρτώνται από πολλές τοπικές ή ειδικές παραμέτρους και δεν προκύπτουν ευθέως με τους υπολογισμούς ή τις άμεσες μετρήσεις. Συχνά απαιτούνται διαχρονικές παρατηρήσεις-μετρήσεις για την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων. Οι βιολογικές επιπτώσεις στην υγεία εξαρτώνται από την έκθεση και την απορρόφηση της ακτινοβολίας». Τέλος, ο Καθηγητής τονίζει ότι «πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στηριζόμενες σε παρατηρήσεις μη θερμικών επιδράσεων, έχουν θέσει αυστηρότερα όρια αποδεκτής έκθεσης…».
2.4.6 Σε ερευνητική εργασία με τίτλο «Λειτουργικές και Βιολογικές Επιπτώσεις, από Σταθμούς Βάσης της Κυψελωτής Τηλεφωνίας», των Σ. Τσιτομενέα, Κ. Θεοδοσίου και Κ. Παπαξοϊνη, που έχει δημοσιευθεί στα πρακτικά του 3ου Περιβαλλοντικού Συνεδρίου της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών (11,12, και 13 Δεκεμβρίου 1998) , αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα παρακάτω: «…Στην εργασία μας περιγράφονται ορισμένες από τις τυχόν λειτουργικές ή / και βιολογικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που οφείλονται στους σταθμούς βάσης της κυψελωτής τηλεφωνίας. Οι λειτουργικές επιπτώσεις προέρχονται κυρίως από τις τυχόν αισθητικές ή / και ηλεκτρομαγνητικές επιδράσεις του σταθμού στο περιβάλλον που ίσως προκαλέσουν υποβιβασμό της αισθητικής του τοπίου, πρόκληση παρασίτων σε άλλες ηλεκτρονικές διατάξεις ή επιτόπια αλλαγή των ατμοσφαιρικών, ηλεκτρικών παραμέτρων. Οι βιολογικές επιπτώσεις μπορεί να προέλθουν από την έκθεση και απορρόφηση των τυχόν ισχυρών ραδιοηλεκτρικών ακτινοβολιών του σταθμού που ίσως προκαλέσουν μεταβολές ή αλλοιώσεις του βιολογικού υλικού από θερμικές ή και μη-θερμικές επιδράσεις. Η εργασία μας καταλήγει με την ανάλυση των παραμέτρων της έκθεσης και την σύγκριση με τα όρια της βιολογικά αποδεκτής έκθεσης. Από τα αποτελέσματα προκύπτει το συμπέρασμα ότι στην δυσμενέστερη περίπτωση σε μια ζώνη με ακτίνα 8 ~ 12 m (για σταθμό 900MHz) ή 5,6 ~ 10,6 m (για σταθμό 1800MHz0 ή έκθεση μέσα στο λοβό της κεραίας υπερβαίνει τα αποδεκτά όρια και ίσως είναι βλαπτική, ενώ σε ακτίνα μεγαλύτερη από 147,1m γύρω από την κεραία δεν προκύπτουν εικαζόμενες ή τεκμηριωμένες επιπτώσεις από την έως τώρα επιστημονική τεκμηρίωση…Τελικά συνιστάται η προσεκτική εφαρμογή της συνετούς αποφυγής. Ενώ όπου είναι εφικτό πρέπει να γίνεται επισήμανση των ορίων της Rh. Σημαντική είναι η τακτική μέτρηση των εντάσεων των ακτινοβολιών με παράλληλη μελέτη για την διερεύνηση όλων των λειτουργικών επιδράσεων…».
2.4.7 Ο Δρ. N. Cherry, σε άρθρο του με τίτλο «Επιδράσεις στην υγεία, που σχετίζονται με τους σταθμούς βάσης κινητής τηλεφωνίας, σε κατοικημένες περιοχές: η ανάγκη για έρευνα επί των επιπτώσεων στην υγεία» (8 Ιουνίου 2000) , αναφέρει ότι: «…Μέχρι σήμερα οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας καθώς και κυβερνητικά όργανα…συνεχίζουν να ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν ότι η ακτινοβολία από τα κινητά τηλέφωνα είναι επιβλαβής. Παρόλα αυτά υπάρχει μεγάλος αριθμός επιστημονικών μελετών, που ολοένα αυξάνεται, που υποδεικνύει ότι αυτό δεν είναι αληθές. Έρευνες σχετικά με την υγεία των ανθρώπων που διαμένουν κοντά σε σταθμούς βάσης κινητής τηλεφωνίας, πρέπει να διενεργούνται συνεχώς για τις επόμενες δύο δεκαετίες…κατά την εκπόνηση των μελετών αυτών οι ερευνητές θα πρέπει να λάβουν υπόψη την πραγματική μορφή της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τους σταθμούς βάσης και να μην κάνουν το λάθος να υποθέσουν την ύπαρξη μίας απλής, ομοιόμορφης ακτινοβολίας…Επειδή οι βιολογικοί μηχανισμοί της ακτινοβολίας της κινητής τηλεφωνίας μιμούνται αυτούς της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, ενώ η σχέση “δόσης-ανταπόκρισης” έχει όριο ΜΗΔΕΝ, και αυτό περιλαμβάνει γενετική βλάβη, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι σταθμοί βάσης είναι παράγοντες κινδύνου για: καρκίνο…καρδιακή αρρυθμία…νευρολογικές διαταραχές…επιδράσεις στην αναπαραγωγή (εγκυμοσύνη κλπ)…μολυσματικές αρρώστιες…Ένα προτεινόμενο όριο για την μέση χρόνια έκθεση του κοινού με στόχο την μείωση της επικινδυνότητας είναι το 10nW/cm2 …».
2.4.8 Ο Δρ. R. Santini , σε σχετική παρουσίασή του ενώπιον επιτροπής του Γαλλικού Κοινοβουλίου (Μάρτιος 2002) για την εκτίμηση εναλλακτικών τεχνολογιών , αναφέρει ότι: «…σύμφωνα με έκθεση της Αυστραλιανής κυβέρνησης, το κοινό που διαμένει σε απόσταση 200 μέτρων από σταθμούς βάσης διαμαρτύρεται για συμπτώματα που περιγράφονται σε αρρώστιες που προκαλούνται από έκθεση σε ραδιοσυχνότητες…Η μόνη μελέτη που υφίσταται προς το παρόν έχει πραγματοποιηθεί στην Γαλλία και αφορά 530 άτομα που διαμένουν σε περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί σταθμοί βάσης. Σε σύγκριση με τα άτομα που διαμένουν σε απόσταση μεγαλύτερη από 300 μέτρα από σταθμούς βάσης, προκύπτουν στοιχεία που δηλώνουν σημαντική αύξησης της συχνότητας των διαμαρτυριών, ανάλογα με την απόσταση…
Συνιστάται η εφαρμογή της προφύλαξης για να αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις από τους σταθμούς βάσης της κινητής τηλεφωνίας …Σύμφωνα δε με την αρχή της προφύλαξης σταθμοί βάσης δεν πρέπει να τοποθετούνται σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων από κατοικημένες περιοχές… Όσοι διαμένουν σε περιοχές όπου έχουν εγκατασταθεί σταθμοί βάσης δεν θα πρέπει να εκτίθενται σε μέση ετήσια ένταση ηλεκτρικού πεδίου μεγαλύτερη από… 0.62 m/V».
2.4.9 Σύμφωνα με τον Δρ. G. J. Hyland (Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου “Warwick” στο Κόβεντρι της Μ. Βρετανίας): «…τα υπάρχοντα όρια ασφαλείας, για την έκθεση του κοινού στην ακτινοβολία που χρησιμοποιείται στην κινητή τηλεφωνία, είναι παντελώς ανεπαρκή, ενώ η φιλοσοφία με την οποία υπολογίσθηκαν είναι θεμελιωδώς λανθασμένη…αποτυγχάνουν τελείως να λάβουν υπόψη την πιθανότητα δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία, που συνδέονται με το γεγονός ότι ζώντες οργανισμοί – και μόνον ζώντες – έχουν την ικανότητα να ανταποκρίνονται (αντιδρούν) και σε άλλα «χαρακτηριστικά» της τεχνολογικά παραγόμενης ακτινοβολίας, εκτός από την ένταση, και έτσι μπορούν να αντιδράσουν και σε εντάσεις πολύ πιο χαμηλές από αυτές που θεσπίζονται από τους κώδικες ασφαλείας… πολλά μέτρα μπορούν να ληφθούν με σκοπό την άρση των μη αναγκαίων κινδύνων που προκαλούνται από τους σταθμούς βάσης όπως…να διασφαλισθεί ότι τα πεδία, στα οποία εκτίθεται αδιακρίτως και χωρίς την θέληση του το κοινό, είναι πολύ χαμηλότερα από τα επιτρεπόμενα όρια που προαναφέρθηκαν, τα οποία είναι 1000 φορές χαμηλότερα από τα επίπεδα – όρια των θερμικών, στην τάξη μεγέθους των “microwatts/cm2 (= mW/cm2”)…αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με την τοποθέτηση των κεραιών σε πολύ υψηλότερους ιστούς, ή με την θέσπιση μιας «απαγορευτικής» ζώνης, σαν αυτή των 500 μέτρων που πρότεινε η Ένωση των Τοπικών Κυβερνήσεων της Νέας Νότιας Ουαλίας, (ΟΤΑ) στην Αυστραλία. Το ύψος του ιστού μπορεί να αντικαταστήσει την απαγορευτική ζώνη…να απαγορευτεί η τοποθέτηση πολλών ιστών στην ίδια περιοχή-στο ίδιο σημείο, και να απαιτηθεί η αντικατάσταση των υπαρχόντων «ομάδων» ιστών από ένα πολύ υψηλό ιστό, ο οποίος θα εξυπηρετεί όλες τις εταιρείες…κατά την χωροθέτηση των κεραιών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η τοπογραφία της περιοχής…η ύπαρξη κατοικιών, σχολείων, νοσοκομείων και οποιαδήποτε άλλα δημόσια κτίρια…η κεραία πρέπει να τοποθετείται στον ιστό έτσι ώστε η οποιαδήποτε εκπεμπόμενη ακτινοβολία προς οποιαδήποτε κατεύθυνση…σε περιοχές πρόσβασης του κοινού να είναι πολύ χαμηλότερη από 1 microwatt/cm2… μην χρησιμοποιούνται στα ψηφιακά σήματα χαμηλές συχνότητες (amplitude) που συμπίπτουν με τα ανθρώπινα εγκεφαλικά κύματα…» . Επίσης, σε μεταγενέστερο άρθρο του, ο ίδιος επιστήμων αναφέρει ότι «… η τοποθέτηση των ιστών σταθμών βάσης (κεραιών) σε περιοχές σχολείων νηπιαγωγείων…πρέπει να παρεμποδίζεται δυναμικά. … σε σχέση με την έκθεση από σταθμούς βάσης δεν μπορεί να θεσπισθεί μια «απόσταση ασφαλείας» για όλες τις περιπτώσεις. Η μόνη προσέγγιση που έχει πραγματικό αποτέλεσμα προς το παρόν, είναι να απαιτείται σε περιοχές πρόσβασης του κοινού… η ένταση της ακτινοβολίας να είναι χαμηλότερη από 10nW/cm2 (10-4 /m2 – ισοδύναμο με 0,2 V/m)…».
Οι απόψεις του Δρ. G. J. Hyland έχουν περιληφθεί σε έκθεση, που δημοσιεύθηκε το Μάρτιο 2001 από τη Γενική Διεύθυνση Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (STOA)
.
2.4.10 Ο Δρ. Α. Κεφαλάς, ερευνητής στο Ινστιτούτο Θεωρητικής και Φυσικής Χημείας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στην από 07.05.03 γνωμοδότησή του , που αφορά τις επιπτώσεις των κινητών τηλεφώνων και κεραιών στην υγεία, αναφέρει ότι: «σχετικά με την επικινδυνότητα των κινητών τηλεφώνων και κεραιών εκπομπής κινητής τηλεφωνίας, πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι η ακτινοβολία τους έχει βλαβερές επιπτώσεις στην υγεία. Συγκεκριμένα σας επισυνάπτω σχετικό δημοσίευμα της ιστοσελίδας www.wsws.org. Η προσωπική μου εκτίμηση επίσης είναι ότι είναι δύσκολο να ορισθεί κατώτατο όριο ασφαλούς ισχύος εκπομπής ακτινοβολίας. Ο κύριος λόγος είναι ότι η περιοχή εκπομπής συχνοτήτων τους βρίσκεται σε συντονισμό με την ενέργεια περιστροφής των βάσεων του DNA, με αποτέλεσμα την πιθανή θραύση χημικών δεσμών και την επακόλουθη καταστροφή του. Κατά τη γνώμη μου η περιοχή των 800 και 900 MHz είναι και η πλέον επικίνδυνη».
2.5 Παρατηρήσεις
Από τις ανωτέρω απόψεις, προκύπτει σαφώς ότι, σε επιστημονικό επίπεδο, υπάρχει αμφιβολία ως προς το είδος και την έκταση των επιδράσεων της μη ιοντίζουσας ακτινοβολίας στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, καθώς οι σχετικές έρευνες δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Ως εκ τούτου, απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να εξακριβωθούν οι πραγματικές επιδράσεις από την ακτινοβολία που εκπέμπεται από τους σταθμούς βάσης. Παρά την παρατηρούμενη επιστημονική αβεβαιότητα, η συνεχώς αυξανόμενη ανησυχία του κοινού οδήγησε πολλά κράτη στη λήψη πρόσθετων μέτρων για την προστασία του πληθυσμού από τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Οι σχετικές ρυθμίσεις που έχουν εισαχθεί στο εσωτερικό δίκαιο επιμέρους κρατών αποδεικνύουν ότι υπάρχει ευρεία διακύμανση των ορίων ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, στην οποία επιτρέπεται να εκτίθεται το κοινό.
Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω πίνακα, αρκετές χώρες, λαμβάνοντας υπόψη την υπό εξέλιξη έρευνα και τις επιδημιολογικές μελέτες, μειώνουν συνεχώς τα όρια επικινδυνότητας, με σκοπό την πρόληψη βλαπτικών επιπτώσεων και την προστασία της δημόσιας υγείας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η Ελβετία, ήδη από την 1-2-2000, έχει θεσπίσει όρια 4 V/m, ενώ, σύμφωνα με τους αρμόδιους της πολιτείας του Salzburg στην Αυστρία (1998) , η εκπεμπόμενη ακτινοβολία από τους σταθμούς βάσης δεν πρέπει να ξεπερνά τα 0,001 W/m2. Το όριο αυτό είναι εκατοντάδες φορές μικρότερο απ’ αυτό που ισχύει στην Ελλάδα.